Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας, γνωστή με το ακρωνύμιο ΔΕΠΥ, αποτελεί τη συχνότερη νευροαναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας και στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιμένει στην ενήλικη ζωή. Διεθνώς η ΔΕΠΥ αναφέρεται ως ADHD (Attention Deficit Hyperactivity Disorder).
Τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ είναι η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα. Τα προβλήματα αυτά, παρά το ότι προκαλούν σημαντική λειτουργική επιβάρυνση, συχνά παραβλέπονται ή συγχέονται με αυτά άλλων ψυχιατρικών διαταραχών, με αποτέλεσμα η διαταραχή να παραμένει συχνά αδιάγνωστη.
Σε κάποια άτομα με ΔΕΠΥ, τα συμπτώματα της υπερκινητικότητας απουσιάζουν εντελώς ενώ κύριο πρόβλημα αποτελεί η διάσπαση προσοχής. Αυτός ο τύπος ΔΕΠΥ ονομάζεται ΔΕΠ (διεθνώς ADD). Σε αυτή την περίπτωση, τα προβλήματα είναι λιγότερο εμφανή στους άλλους με αποτέλεσμα να καθυστερεί περαιτέρω η έγκαιρη ανίχνευσή της.
Συνολικά υπάρχουν τρεις διαφορετικοί τύποι ΔΕΠΥ:
Μεικτός/Συνδυασμένος τύπος: Το άτομο έχει δυσκολία συγκέντρωσης της προσοχής, υπερκινητικότητα και μειωμένη ικανότητα διαχείρισης των παρορμήσεών του. Αυτός είναι και ο συχνότερος τύπος ΔΕΠΥ.
Τύπος απροσεξίας: Το άτομο έχει κατά κύριο λόγο δυσκολία διατήρησης της προσοχής. Σε μικρότερο βαθμό, μπορεί να έχει συνοδά προβλήματα υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας.
Τύπος υπερκινητικότητας – παρορμητικότητας: To άτομο έχει δυσκολίες ελέγχου των παρορμήσεών του και είναι υπερκινητικό. Σε κάποιο βαθμό πιθανόν να εμφανίζει και διάσπαση προσοχής. Αυτός ο τύπος είναι λιγότερο συχνός σε σχέση με τους δύο προηγούμενους και εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά προσχολικής ηλικίας.
Η ΔΕΠΥ εμφανίζεται στο 5-7% των παιδιών σχολικής ηλικίας και στο 4-5% των ενηλίκων. Τα ποσοστά αυτά μεταβάλλονται ανάλογα με το διαγνωστικό σύστημα που ακολουθείται στις διάφορες μελέτες.
Με ένα αδρό υπολογισμό, μισό εκατομμύριο Έλληνες πληρούν τα κριτήρια της ΔΕΠΥ. Παρόλο που πρόκειται για μια από τις συχνότερες ψυχιατρικές διαταραχές, η ΔΕΠΥ συνεχίζει να υποδιαγιγνὠσκεται ακόμα και σήμερα σε πολλές χώρες του κόσμου μεταξύ των οποίων και η χώρα μας.
Η ΔΕΠΥ συνδέεται με μια πληθώρα δυσκολιών οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και τις διάφορες φάσεις της ζωής του ατόμου. Η προσωπικότητα, η ιδιοσυγκρασία, οι λοιπές δεξιότητες, οι απαιτήσεις του περιβάλλοντος και οι πιθανές συννοσηρότητες επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό το πώς το κάθε άτομο βιώνει και διαχειρίζεται τη ΔΕΠΥ.
Πολύ συχνά η ΔΕΠΥ ανακαλύπτεται «τυχαία» όταν το άτομο αναζητά στην ενήλικη ζωή βοήθεια εξαιτίας προβλημάτων χρόνιου άγχους, κατάθλιψης, συναισθηματικής αστάθειας, ανεξήγητης κόπωσης, χαμηλής αυτοεκτίμησης, χρόνιας αυπνίας ή διαφόρων εθισμών που σε μεγάλο βαθμό οφείλονται στο ότι πέρασε τη ζωή του χωρίς να λάβει την κατάλληλη υποστήριξη για την υποβόσκουσα αδιάγνωστη ΔΕΠΥ.
Τα πυρηνικά συμπτώματα της ΔΕΠΥ έχουν λιγότερο σαφή́ έκφραση στον ενήλικα σε σύγκριση με το παιδί και επηρεάζουν τη λειτουργικότητα του με ποικίλους τρόπους. Τα παιδιά με ΔΕΠΥ εμφανίζουν την υπερκινητικότητα τους ως αυξημένη δραστηριότητα (για παράδειγμα μπορούν να τρέχουν διαρκώς, να σκαρφαλώνουν ασταμάτητα ή να έχουν δυσκολία να παίξουν ήσυχα στον ελεύθερο χρόνο τους). Στους ενήλικες όμως τα συμπτώματα αυτά συχνά εσωτερικεύονται καθώς δεν είναι συμβατά με τις απαιτήσεις της ενήλικης πλέον ζωής, με αποτέλεσμα να εκφράζονται ως ένα ακαθόριστο αίσθημα διαρκούς ανησυχίας, αδυναμίας να ηρεμήσουν ή ως ακατάσχετη φλυαρία. Πολλοί ενήλικες εκδηλώνουν υπερκινητικά στοιχεία με τη μορφή νευρικών κινήσεων, αδυναμία παραμονής για μεγάλο χρονικό́ διάστημα σε μια θέση, ακόμη κι αν αυτό́ είναι απαραίτητο (π.χ. κινηματογράφος, συνέδρια, εκκλησία κ.λπ.) ή με το να είναι συνεχώς «υπ’ ατμόν».
Η δυσκολία στη συγκέντρωση είναι το σύμπτωμα που σχεδόν πάντα παραμένει στους ενήλικες με ΔΕΠΥ. Συνήθως εκδηλώνεται με εύκολη διάσπαση προσοχής, ευαισθησία στο stress, προβληματική διαχείριση του χρόνου και αδυναμία στη λήψη αποφάσεων. Εξαιτίας των συμπτωμάτων αυτών, πολλά από αυτά τα άτομα αντιμετώπισαν ως παιδιά μαθησιακές δυσκολίες, σχολική αποτυχία, μπούλινγκ και άδικη κριτική από το περιβάλλον. Η προσωπική τους εξέλιξη παρεμποδίστηκε και συχνά αντιμετωπίζουν ως ενήλικες πτωχή ακαδημαϊκή ή επαγγελματική απόδοση και οικονομικά προβλήματα.
Η δυσκολία στην οργάνωση παρουσιάζεται εντονότερα στην ενήλικη ζωή καθώς αυξάνονται οι απαιτήσεις για αυτοοργάνωση. Έτσι, ενώ ένα παιδί με ΔΕΠΥ μπορεί φαινομενικά να μην παρουσίασε ποτέ του ιδιαίτερες οργανωτικές δυσκολίες στο σχολείο χάρη στη διαρκή στήριξη από κάποιο γονέα, ο ενήλικας πολύ συχνά εμφανίζει σειρά αποτυχιών στην επαγγελματική, κοινωνική ή προσωπική του ζωή. Είναι αρκετά συχνό τα άτομα με ΔΕΠΥ να μεταπηδούν από το ένα επάγγελμα στο άλλο εξαιτίας πλήξης ή συγκρούσεων, να εγκαταλείπουν τις σπουδές τους, να αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα ή να έχουν ασταθείς διαπροσωπικές σχέσεις.
Πολλοί ενήλικες με ΔΕΠΥ βιώνουν επίσης συχνά́ συναισθηματικές μεταπτώσεις καθώς και παροδικές εκρήξεις θυμού́. Η παρορμητικότητα εκδηλώνεται συχνά με ανυπομονησία, ευερεθιστότητα και αστάθεια σε σημαντικούς τομείς της ζωής. Συχνά δεν καταφέρνουν να διατηρήσουν μακροχρόνιες σχέσεις (είτε προσωπικές είτε επαγγελματικές), μπλέκουν σε ατυχήματα ή προβλήματα με το νόμο και γενικά εκθέτουν τον εαυτό τους σε ένα επικίνδυνο τρόπο ζωής (καταχρήσεις, καυγάδες, τραυματισμούς κτλ.).
Η κληρονομικότητα και ο ρόλος του περιβάλλοντος
Είναι σύνηθες πολλά άτομα της ίδιας οικογένειας να παρουσιάζουν ΔΕΠΥ (το ποσοστό αυτό ξεπερνάει το 25%) με τον κίνδυνο νόσησης να είναι μεγαλύτερος στους συγγενείς πρώτου βαθμού σε σχέση με το γενικό πληθυσμό. Η κληρονομικότητα παίζει αναμφίβολα το σημαντικότερο ρόλο, αλλά και άλλοι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν. Μερικοί από αυτούς είναι το χαμηλό βάρος γέννησης, η προωρότητα και η ενδομήτρια έκθεση σε οινόπνευμα ἠ ναρκωτικά. Αυτό συνεπάγεται ότι τόσο η κληρονομικότητα όσο και το περιβάλλον επηρεάζουν το πώς και σε ποιο βαθμό εκδηλώνονται οι δυσκολίες της ΔΕΠΥ.
Ο εγκέφαλος στη ΔΕΠΥ λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο
Στα άτομα με ΔΕΠΥ κάποιες περιοχές του εγκεφάλου λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο συγκριτικά με αυτά χωρίς ΔΕΠΥ. Μεταξύ άλλων, φαίνεται να υπάρχουν διαφορές στο τμήμα εκείνο του εγκεφάλου που ρυθμίζει την ικανότητα του ατόμου να κατευθύνει επιλεκτικά την προσοχή του, να ελέγχει τις παρορμήσεις του και να διαχειρίζεται πολλές καταστάσεις ταυτόχρονα. Αυτές οι λειτουργίες καθορίζουν και την ικανότητά του να σχεδιάζει και να κατευθύνει αποτελεσματικά τις πράξεις του καθώς και να ρυθμίζει τα συναισθήματά του.
Ο ρόλος των νευροδιαβιβαστών
Οι αιτίες της ΔΕΠΥ είναι μόνο εν μέρει γνωστές, αλλά έχει αποδειχθεί ότι σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται με τη λειτουργία κάποιων σημαντικών νευροδιαβιβαστών σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού. Οι νευροδιαβιβαστές αυτοί είναι απαραίτητοι ώστε τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους. Οι κυριότεροι απ’ αυτούς είναι η ντοπαμίνη, η σεροτονίνη και η νοραδρεναλίνη. Αυτοί οι 3 νευροδιαβιβαστές φαίνεται να λειτουργούν διαφορετικά σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου στα άτομα με ΔΕΠΥ.
Η διάγνωση στηρίζεται σε συγκεκριμένα κλινικά διαγνωστικά κριτήρια και απαιτεί εξειδικευμένη μεθοδολογία και ιδιαίτερη κλινική εμπειρία από μέρους του ειδικού στη ΔΕΠΥ ψυχιάτρου. Επικουρικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ειδικά ερωτηματολόγια και τεστ μέσω υπολογιστή.
Η κλινική εικόνα της ΔΕΠΥ στους ενήλικες διαφοροποιείται από τα παιδιά, καθώς αυξάνονται οι ανάγκες για ανεξαρτησία και έρχονται αντιμέτωποι με αυξημένες απαιτήσεις οργάνωσης και προσοχής. Η συννοσηρότητα με άλλες ψυχικές διαταραχές είναι ιδιαίτερα συχνή στον ενήλικα με ποσοστό 75% των ασθενών να έχουν τουλάχιστον μια συνοδό διαταραχή, γεγονός το οποίο συμβάλλει στην πολυπλοκότητα της κλινικής εικόνας της ΔΕΠΥ.
Συστηματική έρευνα έχει καταδείξει ότι οι ενήλικες με ΔΕΠΥ έχουν αυξημένες πιθανότητες σε σχέση με το γενικό πληθυσμό να εμφανίζουν ταυτόχρονα συναισθηματικές διαταραχές (π.χ. κατάθλιψη, διπολική διαταραχή τύπου 2, δυσθυμία, κυκλοθυμία), αγχώδεις διαταραχές (π.χ. ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, GAD, Burn out, σωματοποίηση), εξαρτήσεις (π.χ. ναρκωτικά, αλκοόλ, τζόγο, σεξ, κάπνισμα κ.α.) ή άλλες νευροαναπτυξιακές διαταραχές (π.χ. διαγνώσεις στο ευρύτερο φάσμα του αυτισμού, δυσλεξία, tics και σύνδρομο Tourettes).
Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ μοιάζουν πολλές φορές με αυτά άλλων ψυχιατρικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα της διπολικής διαταραχής, πολλών αγχωδών διαταραχών, της οριακής διαταραχής προσωπικότητας κ.α. γεγονός που κάνει δυσκολότερη την έγκαιρη αναγνώρισή τους από τον μη έμπειρο κλινικό.
Η έναρξη των συμπτωμάτων στην παιδική ηλικία (< 12 έτη), η αδιάλειπτη συνέχισή τους στην ενήλικη ζωή και η επίδρασή τους σε μείζονες τομείς της λειτουργικότητας αποτελούν τη βάση της διαγνωστικής αξιολόγησης. Για αυτό το λόγο είναι επιθυμητή η άντληση συμπληρωματικών πληροφοριών από κάποιον συγγενή (συνηθώς γονέα) που έχει γνώση της εικόνας του εξεταζόμενου στην παιδική ηλικία, καθώς και από ένα γονέα ή σύντροφο για την εκτίμηση της παρούσας κλινικής του εικόνας.
Η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στη θεραπεία της μεσαίας και σοβαρής ΔΕΠΥ ενώ σε περιπτώσεις ήπιας ΔΕΠΥ η μη φαρμακευτική παρέμβαση είναι συνήθως αρκετή για τον ικανοποιητικό έλεγχο των συμπτωμάτων.
Ο συνδυασμός της φαρμακευτικής αγωγής με ψυχοεκπαίδευση, ψυχοθεραπεία ή στοχευμένη συμβουλευτική μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά στην ολιστική αντιμετώπιση της διαταραχής. Επίσης η παρέμβαση εργοθεραπευτή ή/και φυσιοθεραπευτή με εμπειρία στη ΔΕΠΥ είναι εξαιρετικά βοηθητική.
Η φαρμακευτική θεραπεία δεν εκριζώνει τη ΔΕΠΥ αλλά βοηθά στην ελάττωση/εξάλειψη των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της καθημερινότητας του ατόμου. Το είδος της αγωγής και η δοσολογία επιλέγονται πάντα εξατομικευμένα. Μερικές φορές κρίνεται αναγκαία η αντιμετώπιση των πιθανών συννοσηροτήτων (όπως για παράδειγμα η θεραπεία της διπολικής διαταραχής με σταθεροποιητή συναισθήματος) πριν τη έναρξη αγωγής για τη ΔΕΠΥ.
Το θετικό αποτέλεσμα της φαρμακευτικής αγωγής στη ΔΕΠΥ είναι τεκμηριωμένο επιστημονικά από πολυάριθμες μελέτες και ευρεία πολύχρονη κλινική χρήση σε παιδιά, εφήβους και ενήλικες. Είναι φάρμακα ασφαλή, με λίγες πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες και αλληλεπιδράσεις. Σε πολλές περιπτώσεις η φαρμακευτική αγωγή οδηγεί σε άμεση και θεαματική βελτίωση των συμπτωμάτων και ως εκ τούτου στην βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητας ζωής του ατόμου.
Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί σε σημαντικό βαθμό να:
- βελτιώσει τη συγκέντρωση και την προσοχή
- να ελαττώσει την υπερκινητικότητα
- να ελαττώσει την παρορμητικότητα
- να βελτιώσει την λειτουργικότητα και την οργανωτική ικανότητα
- να σταθεροποιήσει την συμπεριφορά και τη διάθεση
- να μειώσει τις εκρήξεις θυμού και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις
- να βελτιώσει τη μαθησιακή ικανότητα και την εργασιακή απόδοση
- να βελτιώσει τα συνοδά συμπτώματα άγχους, αυπνίας και κατάθλιψης
Στην Ελλάδα διατίθενται δύο είδη φαρμάκων για τη ΔΕΠΥ:
- η Mεθυλφαινιδάτη (Concerta και Ritalin) η οποία είναι ένας ήπιος διεγέρτης του κεντρικού νευρικού συστήματος και επιδρά στη λειτουργία της ντοπαμίνης και της νοραδρεναλίνης.
- η Aτομοξετίνη (Strattera), η οποία επιδρά στη λειτουργία της νοραδρεναλίνης
Άλλα φάρμακα δεύτερης εκλογής (ή για χρήση off label) που μπορούν να είναι βοηθητικά στη ΔΕΠΥ είναι η Μοδαφινίλη (Modafinil – Modiodal), η Αριπιπραζόλη (Aripiprazole – Abilify), η Βουπροπιόνη (Bupropion – Wellbutrin) και η Βενλαφαξίνη (Venlafaxine – Efexor).